φαιδρολόγημα

φαιδρολόγημα
το, Ν
1. ευφυολόγημα, αστεϊσμός
2. λόγος χωρίς σοβαρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρολογώ. Η λ., στον πληθ. φαιδρολογήματα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φαιδρολόγημα — το, ατος ευθυμολογία, χαριτολόγημα, αστειολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαιδρολογία — η φαιδρολόγημα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”